- συν-αοιδός
συν-αοιδός, = συνῳδός, Νύμφαι, Eur. Herc. fur. 787.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αοιδός, = συνῳδός, Νύμφαι, Eur. Herc. fur. 787.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνωδός — και συναοιδός και αττ. τ. ξυνωδός, όν, Α 1. αυτός που τραγουδάει ή ηχεί σε συμφωνία με κάποιον άλλο 2. αυτός που έχει αρμονία («ξυνῳδοὶ κτύποι», Ευρ.) 3. μτφ. σύμφωνος με κάποιον ή κάτι («λόγοι συνωδοὶ τοῑς ἔργοις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * … Dictionary of Greek