προς-ανα-στέλλω

προς-ανα-στέλλω

προς-ανα-στέλλω, noch dazu anhalten, hemmen, Plut. Alex. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναστέλλω — (AM ἀναστέλλω) έλκω προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω (νεοελλ. μσν.) διακόπτω, σταματώ μσν. παραλύω μια σωματική ικανότητα αρχ. 1. αναγκάζω σε υποχώρηση 2. μέσ. α) ανασηκώνω και ζώνω το ένδυμά μου β) αποχωρώ, μένω πίσω γ) προσποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”