- συν-αθύρω
συν-αθύρω, mit od. zusammen spielen, Mosch. 2, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αθύρω, mit od. zusammen spielen, Mosch. 2, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναθύρω — Α παίζω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»] … Dictionary of Greek
συμπαραθύρω — Μ παίζω μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο παιχνίδι, συμπαίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρά + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»] … Dictionary of Greek