συν-αθροίζω

συν-αθροίζω

συν-αθροίζω, versammeln; Ar. Lys. 585; οὐ συνήϑροισται στρατῷ, Eur. Rhes. 613; ξυναϑροῖσαι ἐπὶ τὲν πόλιν πάντας Ἕλληνάς τε καὶ βαρβά-ρους, Plat. Menex. 243 b; ἐὰν εἰς μίαν πόλιν συναϑροισϑῇ τὰ τῶν ἄλλων χρήματα, Rep. IV, 422 d; ξυναϑροισϑεῖσα εἰς ἓν δύναμις, Tim. 25 b;, Folgende. wie Pol. 3. 50, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”