συν-νηπιάζω

συν-νηπιάζω

συν-νηπιάζω, mit Kind sein, mit kindisch handeln oder reden, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συννηπιάζει — σύν νηπιάζω to be as a babe pres ind mp 2nd sg σύν νηπιάζω to be as a babe pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συννηπιάζων — σύν νηπιάζω to be as a babe pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνενηπίασε — συνενηπίᾱσε , σύν , ἐν ἠπιάω aor ind act 3rd sg (attic) συνενηπίᾱσε , σύν , ἐν ἠπιάω aor ind act 3rd sg (doric aeolic) συνενηπίᾱσε , σύν , ἐν ἠπιάω aor ind act 3rd sg (attic) συνενηπίᾱσε , σύν , ἐν ἠπιάω aor ind act 3rd sg (doric aeolic) σύν… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνενηπίασεν — συνενηπίᾱσεν , σύν , ἐν ἠπιάω aor ind act 3rd sg (attic) συνενηπίᾱσεν , σύν , ἐν ἠπιάω aor ind act 3rd sg (doric aeolic) συνενηπίᾱσεν , σύν , ἐν ἠπιάω aor ind act 3rd sg (attic) συνενηπίᾱσεν , σύν , ἐν ἠπιάω aor ind act 3rd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συννηπιάζω — ΜΑ γίνομαι κι εγώ νήπιο («πότε συνανεστράφη τοῑς ἀνθρώποις, εἰ μὴ ὅτε συνεγεννήθη μετ αὐτῶν ἐκ γυναικὸς καὶ συνενηπίασε», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νηπιάζω «σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”