- συν-δαΐζω
συν-δαΐζω (s. δαΐζω), mit od. zugleich tödten, ἀλλά με συνδάϊξον, Soph. Ai. 361.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-δαΐζω (s. δαΐζω), mit od. zugleich tödten, ἀλλά με συνδάϊξον, Soph. Ai. 361.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνδαΐζω — Α φονεύω ή σφάζω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαΐζω (Ι) «σχίζω, σφάζω, φονεύω»] … Dictionary of Greek