- συν-αν-ίπταμαι
συν-αν-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), mit od. zugleich auf-, empor, in die Höhe fliegen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αν-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), mit od. zugleich auf-, empor, in die Höhe fliegen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνίπταμαι — ΜΑ πετώ μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἵπταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek