- συν-δέτης
συν-δέτης, mitgebunden, mitgefangen, Ath. V, 213 a; – zusammenbindend, vereinigend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-δέτης, mitgebunden, mitgefangen, Ath. V, 213 a; – zusammenbindend, vereinigend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταδέτης — καταδέτης, ὁ (Α) εγκάρσια δοκός σύνδεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέτης (< δέτης < δέω (Ι) «δένω»), πρβλ. αμφι δέτης, συν δέτης] … Dictionary of Greek
πανδέτης — ὁ, Α (πιθ. για είδος κόμπου) αυτός που δένει, που συνδέει ασφαλώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δέτης (< δῶ «δένω»), πρβλ. συν δέτης] … Dictionary of Greek