- συν-δάκνω
συν-δάκνω (s. δάκνω), mit, zugleich beißen, zerbeißen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-δάκνω (s. δάκνω), mit, zugleich beißen, zerbeißen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνδάκνω — Α 1. (κυρίως για άλογο) δαγκώνω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. συντρίβω κάτι κλείνοντας τα δόντια μου 3. παθ. συνδάκνομαι Ν αισθάνομαι πολύ δυνατό πόνο, σφίγγω τα δόντια από τον πόνο 4. φρ. «συνδάκνω τὸ πνεῡμα» κρατώ την αναπνοή μου (Κερκ … Dictionary of Greek