- συν-δοξάζω
συν-δοξάζω, mit rühmen, preisen, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-δοξάζω, mit rühmen, preisen, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγγεραίρω — Α υμνώ, δοξάζω μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γεραίρω «υμνώ, δοξάζω» (< γέρας, τὸ)] … Dictionary of Greek
συμπροσκυνώ — έω, ΜΑ [προσκυνῶ] δοξάζω με λατρευτικό τρόπο κάποιον μαζί με κάποιον άλλο («καὶ εἰς τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον... τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Ὑιῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον», Σύμβολον Πίστ.) … Dictionary of Greek