- προς-ανα-πλάσσω
προς-ανα-πλάσσω, att. -ττω (s. πλάσσω), dazu od. daran bilden, hinzu andichten, τινί τι, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ανα-πλάσσω, att. -ττω (s. πλάσσω), dazu od. daran bilden, hinzu andichten, τινί τι, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek