- συν-δαίτωρ
συν-δαίτωρ, ορος, ὁ, Mitesser, Tischgenosse, Aesch. Eum. 331.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-δαίτωρ, ορος, ὁ, Mitesser, Tischgenosse, Aesch. Eum. 331.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνδαίτωρ — ορος, ὁ, Α ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαίτωρ (< δαίομαι «τρώγω»)] … Dictionary of Greek