- συν-αμαθύνω
συν-αμαθύνω, mit, zugleich, ganz verwüsten, vernichten, Ap. Rh. 3, 294.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αμαθύνω, mit, zugleich, ganz verwüsten, vernichten, Ap. Rh. 3, 294.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναμαθύνω — Α κάνω στάχτη, καταστρέφω κάτι μαζί με άλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀμαθύνω «μεταβάλλω σε σκόνη, αφανίζω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek