- προς-ανα-πείθω
προς-ανα-πείθω, noch dazu bereden, D. Cass. 44, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ανα-πείθω, noch dazu bereden, D. Cass. 44, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek