- συν-δανείζομαι
συν-δανείζομαι, mit- od. zusammenborgen, χρήματα πολλά Plut. Eum. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-δανείζομαι, mit- od. zusammenborgen, χρήματα πολλά Plut. Eum. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγχρώμαι — άομαι, Α 1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι κάτι από κοινού με κάποιον άλλο 2. ωφελούμαι από κάτι, τό εκμεταλλεύομαι («συγχρᾱσθαι τῇ ἀπὸ τῶν φίλων εὐνοίᾳ», επιγρ.) 3. έχω σχέσεις με κάποιον, τὸν συναναστρέφομαι («οὐ... συγχρῶνται Ἰουδαῑοι… … Dictionary of Greek