συν-αναγκάζω

συν-αναγκάζω

συν-αναγκάζω, mit oder zugleich nöthigen, erzwingen, Isocr. 4, 89; Xen. Cyr. 7, 7, 60; Pol. 2, 31, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • συγκαταβιάζομαι — Α υφίσταμαι βία μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταβιάζω «αναγκάζω, υποτάσσω με βία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”