- συν-ανα-κεράννῡμι
συν-ανα-κεράννῡμι (s. κεράννυμι), mit oder zugleich daran mischen, Sp., συνανακραϑεῖσα Luc. gall. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ανα-κεράννῡμι (s. κεράννυμι), mit oder zugleich daran mischen, Sp., συνανακραϑεῖσα Luc. gall. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.