- συν-δείδω
συν-δείδω (s. δείδω), mit fürchten, perf. mit Präsensbdtg, συνδέδοικα, συνδέδια, Appian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-δείδω (s. δείδω), mit fürchten, perf. mit Präsensbdtg, συνδέδοικα, συνδέδια, Appian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνδεδιέναι — σύν δείδω perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδείδω — Α φοβάμαι ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δείδω «φοβάμαι, ανησυχώ»] … Dictionary of Greek
μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… … Dictionary of Greek
συνδέδια — Α (παρακμ. με σημ. ενεστ.) αισθάνομαι κοινό φόβο, δηλ. φοβάμαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δέδια, παρακμ. τού δείδω «φοβάμαι, ανησυχώ»] … Dictionary of Greek