- συν-διάκτορος
συν-διάκτορος, ὁ, der mit überfährt, Luc. Cont. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-διάκτορος, ὁ, der mit überfährt, Luc. Cont. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνδιάκτορος — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Ερμού όταν συνόδευε τον Χάρωνα κατά τη μεταφορά τών νεκρών στον Άδη) αυτός που είναι ψυχοπομπός μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διάκτορος «ψυχοπομπός, διάκονος, υπηρέτης»] … Dictionary of Greek