- συν-δι-ημερεύω
συν-δι-ημερεύω, einen Tag mit einem Andern zu gleich, zusammen zubringen, verleben, τινί; Xen. Conv. 4, 44; Arist. rhet. 2, 4; Sp., wie Luc. Amor. 4; τοῖς ὴλικιώταις, Plut. Lycurg. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-δι-ημερεύω, einen Tag mit einem Andern zu gleich, zusammen zubringen, verleben, τινί; Xen. Conv. 4, 44; Arist. rhet. 2, 4; Sp., wie Luc. Amor. 4; τοῖς ὴλικιώταις, Plut. Lycurg. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
συνημερεύω — Α 1. περνώ την ημέρα μου μαζί με άλλον 2. συνεκδ. ασχολούμαι με κάτι κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἡμερεύω (Ι) «περνώ την ημέρα μου, διημερεύω» (< ἡμέρα)] … Dictionary of Greek
συνημερούμαι — όομαι, Α (για τη γη) καθαρίζομαι με την καλλιέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἡμερῶ «καλλιεργώ, ημερεύω, εκπολιτίζω» (< ἥμερος)] … Dictionary of Greek