- συν-διαιτητής
συν-διαιτητής, ὁ, 1) der mit einem Andern zusammen wohnt u. lebt, Luc. epist. Saturn. 36, l. d. – 2) Mitschiedsrichter, Dem. 33, 19. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-διαιτητής, ὁ, 1) der mit einem Andern zusammen wohnt u. lebt, Luc. epist. Saturn. 36, l. d. – 2) Mitschiedsrichter, Dem. 33, 19. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνεπιγνώμων — ον, Μ αυτός που δικάζει μαζί με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῑν», Ιουστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιγνώμων «αιρετός, κριτής, διαιτητής, εκτιμητής, επόπτης»] … Dictionary of Greek