- προς-ακοντίζω
προς-ακοντίζω, mit dem Wurfspieß hinwerfen, hinanschießen, Luc. D. Mer. 12, 1; med., Ael.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ακοντίζω, mit dem Wurfspieß hinwerfen, hinanschießen, Luc. D. Mer. 12, 1; med., Ael.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… … Dictionary of Greek
ανακοντίζω — ἀνακοντίζω (Α) 1. τινάζομαι προς τα επάνω, ξεπετάγομαι, αναβλύζω 2. (μεταγενέστερα με ενεργητική σημασία) εξακοντίζω, εκτινάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀκοντίζω] … Dictionary of Greek
εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… … Dictionary of Greek