συν-δι-όλλυμι

συν-δι-όλλυμι

συν-δι-όλλυμι (s. ὄλλυμι), mit oder zugleich verderben, tödten, Eur. Oed. fr. 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολέκω — ὀλέκω και ὀλέσκω (ΑΜ) 1. (συν. για πρόσ.) επιφέρω όλεθρο, καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω («oἱ δ αλλήλους ὀλέκουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φονεύω 3. παθ. ὀλέκομαι (ιδίως σχετικά με βίαιο θάνατο) πεθαίνω, χάνομαι, αφανίζομαι («ὀλέκομαι πνεύματι φερόμενος,… …   Dictionary of Greek

  • συνόλλυμι — ΜA μέσ. συνόλλυμαι αφανίζομαι, καταστρέφομαι μαζί με κάποιον αρχ. εξολοθρεύω, καταστρέφω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄλλυμι «αφανίζω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”