- συν-ανα-τίθημι
συν-ανα-τίθημι (s. τίϑημι), mit od. zugleich auflegen, weihen, Luc. Phal. 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ανα-τίθημι (s. τίϑημι), mit od. zugleich auflegen, weihen, Luc. Phal. 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek