- συν-αν-αρχαιρεσιάζω
συν-αν-αρχαιρεσιάζω, mit um ein Amt sich bewerben, Plut. de amic. mult. g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αν-αρχαιρεσιάζω, mit um ein Amt sich bewerben, Plut. de amic. mult. g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναρχαιρεσιάζω — Α βοηθώ στην εκλογή κάποιου συγκεντρώνοντας ψήφους υπέρ του. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀρχαιρεσιάζω «συγκαλώ συνέλευση για εκλογή αρχόντων» (< ἀρχαιρεσία)] … Dictionary of Greek