- συν-αγώνισμα
συν-αγώνισμα, τό, was im Kampfe hilft od. fördert, πρός τι, Pol. 10, 43, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αγώνισμα, τό, was im Kampfe hilft od. fördert, πρός τι, Pol. 10, 43, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek
συμπαλαίω — Α 1. μετέχω σε αγώνες πάλης μαζί με άλλον 2. μετέχω στο αγώνισμα τής πάλης εναντίον άλλου 3. βοηθώ κάποιον που παλεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παλαίω «παλεύω»] … Dictionary of Greek