- συν-αείδω
συν-αείδω, poet. = συνᾴδω; Theocr.; Arat. 752.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αείδω, poet. = συνᾴδω; Theocr.; Arat. 752.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνάδω — συνᾴδω ΝΑ, και ποιητ. τ. συναείδω Α 1. άδω μαζί με άλλον, συνοδεύω το άσμα 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι νεοελλ. (συν. τριτοπρόσ.) συνάδει αρμόζει, ταιριάζει αρχ. εξυμνώ από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ᾄδω / ἀείδω… … Dictionary of Greek