- συν-ακοντίζω
συν-ακοντίζω, mit od. zugleich mit dem Wurfspieße werfen, Antiph. 3 δ 6; damit tödten, Pol. 1, 34, 7, im aor. pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ακοντίζω, mit od. zugleich mit dem Wurfspieße werfen, Antiph. 3 δ 6; damit tödten, Pol. 1, 34, 7, im aor. pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνακοντίζω — Α 1. χτυπώ κι εγώ με το ακόντιο 2. πλήττω με πολλά ακόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀκοντίζω «ρίχνω το ακόντιο, χτυπώ με το ακόντιο»] … Dictionary of Greek