συν-ακούω

συν-ακούω

συν-ακούω (s. ἀκούω), mit oder zugleich hören; Xen. Hell. 2, 4, 36; συνακούειν ἀλλήλων ἀναβοώντων εἰς τὴν ἑτέραν ἐκ τῆς ἑτέρας πόλεως, einander von einer Stadt bis zur andern schreien hören, An. 5, 4, 31; als Zeuge oder Horcher mit anhören, Plut. Pyrrh. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνανήκουσαι — σύν , ἀνά ἀκούω hear perf ind mp 2nd sg σύν ἀνήκω to have come up to pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλύω — και αττ. τ. ξυγκλύω Α 1. ακούω προσεκτικά, δίνω προσοχή σε κάτι 2. συμφωνώ, συγκατανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλύω «ακούω, δίνω προσοχή, υπακούω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξακούω — ΜΑ υπονοώ κάτι από τα συμφραζόμενα αρχ. ακούω με λεπτομέρειες για κάποιον ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («τῶν ἔξωθεν συνεξακούουσιν οἱ ἐντός», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξακούω «ακούω από απόσταση, μαθαίνω από άλλους, εννοώ»] …   Dictionary of Greek

  • ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… …   Православная энциклопедия

  • συνόχωκα — Α (επικ. αμτβ. παρακμ. τού συνέχω) 1. είμαι συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι («ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε», Ομ. Ιλ.) 2. έχω καταρρεύσει («δέος δ ἕλε πάντας Ἀχαιοὺς τείχεος ὡς ἤδη συνοχωκότος ἐν κονίῃσιν», Κόϊντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. παρακμ. τού… …   Dictionary of Greek

  • Augment — In der Sprachwissenschaft wird als Augment (lateinisch augmentum, „das Vergrößerte“) ein Präfix bezeichnet, das in einigen indogermanischen Sprachen einem Verb vorangestellt wird, um Zeitformen der Vergangenheit wie das Plusquamperfekt, das… …   Deutsch Wikipedia

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • ομάκοοι — ὁμάκοοι, οἱ (Α) (στους Πυθαγορείους) συνήκοοι, συνακροατές, συμμαθητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + άκοος (< ἀκούω), πρβλ. συν άκοος)] …   Dictionary of Greek

  • συνήκοος — και συνάκοος, ον, Α 1. αυτός που ακούει κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. αυτός που μπορεί να ακούει ομοίως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηκοος (< ἀκούω), πρβλ. κατ ήκοος, ὑπ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω… …   Dictionary of Greek

  • υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”