- συν-αιθριάζω
συν-αιθριάζω, zugleich aufhellen, bei Xen. An. 4, 4, 10 v. l. für διαιϑριάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αιθριάζω, zugleich aufhellen, bei Xen. An. 4, 4, 10 v. l. für διαιϑριάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναιθριάζω — Α αιθριάζω συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰθριάζω (< αἴθριος «διαυγής»)] … Dictionary of Greek