- συμ-μικτός
συμ-μικτός, vermischt; Hes. O. 565; Soph. Ai. 53; στρατός, Her. 7, 55; ἄνϑρωποι, ὄχλοι, Thuc. 3, 61. 4, 17; ξυμμικτὰ ἐκ γῆς τε καὶ ὕδατος σώματα, Plat. Tim. 61 a, u. öfter, συμμικτὰ χαλκώματα, Lys. 19, 27, wo wie bei Plat. u. sonst σύμμικτα accentuirt ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.