συν-αγωνίζομαι

συν-αγωνίζομαι

συν-αγωνίζομαι, dep. med., mit od. zugleich kämpfen, τινί, Ar. Th. 1061; τῆς ἄλλης Ἑλλάδος συναγωνιουμένης, Thuc. 1, 123, vgl. 5, 109; τινὶ πρὸς τοὺς πολεμίους, Plat. Alc. 1, 119 e; Antiph. 5, 93; übh. beistehen, ὁ καιρὸς ἡμῖν συναγωνίζεται, Isocr. 1, 3. 5, 26; ἐφ' ἵππων, Xen. Cyr. 4, 5, 49; beisteuern, τινί τι, Dem. öfter u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνδιαθλεύω — Μ αγωνίζομαι συνεχώς από κοινού με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαθλεύω «αγωνίζομαι συνεχώς»] …   Dictionary of Greek

  • κινδυνεύω — και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος] 1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός… …   Dictionary of Greek

  • συναθλεύω — και συναεθλεύω Μ μετέχω από κοινού με άλλον στον ίδιο αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀθλεύω / ἀεθλεύω «αγωνίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συναναστρέφομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. συναναστρέφω ΜΑ έχω σχέσεις με κάποιον, συναντώμαι συχνά και φιλικά με κάποιον, κάνω παρέα (α. «συναναστρέφεται με καλό κόσμο» β. «τοῑς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο», Πλούτ.) μσν. αρχ. μέσ. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • συνδιαθλώ — έω, Μ συνδιαθλεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαθλῶ «αγωνίζομαι μέχρι τέλους»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξαμιλλώμαι — άομαι, Α ανταγωνίζομαι κάποιον («θνητὸν ἀθανάτοις... συνεξαμιλλᾱσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαμιλλῶμαι «αγωνίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ωστίζω — Α [ὠστός] (συν. το μέσ.) ὠστίζομαι α) σπρώχνομαι εδώ κι εκεί β) αγωνίζομαι να καταλάβω κάτι («εἰς τὴν προεδρίαν... ὠστίζεται», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”