- συν-αγωγία
συν-αγωγία, ἡ, = συναγωγή, Plut. Symp. 2, 1, 6, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αγωγία, ἡ, = συναγωγή, Plut. Symp. 2, 1, 6, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταγωγία — καταγωγία, ἡ (Α) πανδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγία (< ἀγωγός), πρβλ. αν αγωγία, συν αγωγία] … Dictionary of Greek