- συν-αιχμάλωτος
συν-αιχμάλωτος mit kriegsgefangen, N. T., Luc. asin. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αιχμάλωτος mit kriegsgefangen, N. T., Luc. asin. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
συναιχμαλωτεύω — Μ συναιχμαλωτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰχμαλωτεύω (< αἰχμάλωτος)] … Dictionary of Greek
συνδέσμιος — α, ο / συνδέσμιος, ον, ΝΜΑ αυτός που είναι δέσμιος ή αιχμάλωτος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δέσμιος] … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek