- συν-νεφής
συν-νεφής, ές, umwölkt, Eur. Phoen. 1318; dunkel, übertr. = traurig, ὄμμα, Mel. 44 (XII, 159); ἀήρ, νύξ, Pol. 9, 15, 12. 16, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-νεφής, ές, umwölkt, Eur. Phoen. 1318; dunkel, übertr. = traurig, ὄμμα, Mel. 44 (XII, 159); ἀήρ, νύξ, Pol. 9, 15, 12. 16, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερνεφής — ές, ΜΑ αυτός που βρίσκεται ή υψώνεται πάνω από τα νέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νεφής (< νέφος), πρβλ. ἐπι νεφής, συν νεφής] … Dictionary of Greek
συννεφής — ές, ΜΑ 1. σκεπασμένος με σύννεφα, συννεφιασμένος (α. «καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτῆς συννεφὴς δρόσῳ», ΠΔ β. «ἐν ταῑς συννεφέσι νυξί», Πολ.) 2. (για πρόσ.) κατηφής, σκυθρωπός («ἀλλὰ γὰρ Κρέοντα λεύσσω τόνδε δεῡρο συννεφῆ πρὸς δόμους στείχοντα», Ευρ.).… … Dictionary of Greek