- συν-αμύνω
συν-αμύνω, mit abwehren, beistehen, Eur. I. A. 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αμύνω, mit abwehren, beistehen, Eur. I. A. 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναμυνεῖν — σύν ἀμύνω keep off fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναμυνουμένας — συναμυνουμένᾱς , σύν ἀμύνω keep off fut part mid fem acc pl (attic epic doric) συναμυνουμένᾱς , σύν ἀμύνω keep off fut part mid fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναμύνασθαι — συναμύ̱νασθαι , σύν ἀμύνω keep off aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναμύνειν — συναμύ̱νειν , σύν ἀμύνω keep off pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνημύνετο — συνημύ̱νετο , σύν ἀμύνω keep off imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήμυναν — συνήμῡναν , σύν ἀμύνω keep off aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)