- συν-αμφιάζω
συν-αμφιάζω, mit, zugleich umhüllen, τοὺς πόδας λεπτῷ λῃδίῳ συνημφιακώς Ath. VI, 256 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αμφιάζω, mit, zugleich umhüllen, τοὺς πόδας λεπτῷ λῃδίῳ συνημφιακώς Ath. VI, 256 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναμφιάζω — Α περικαλύπτω, σκεπάζω τελείως με τα ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀμφιάζω, μτγν. τ. τού ἀμφιέννυμι «περιβάλλω με ιμάτια, ντύνω»] … Dictionary of Greek
συναπημφιάσατο — σύν , ἀπό ἀμφιάζω ciothe aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)