- συν-δυάς
συν-δυάς, άδος, ἡ, gepaart; ἄλοχος Eur. Alc. 476.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-δυάς, άδος, ἡ, gepaart; ἄλοχος Eur. Alc. 476.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνδυάζω — ΝΜΑ ενώνω ανά δύο, βάζω δύο πράγματα κατά ζεύγη (α. «συνδυάζει το τερπνόν μετά τού ωφελίμου», παροιμ. φρ. β. «οἳ συνδυάζουσι πρὸς τὴν ἱππικὴν δύναμιν καὶ τὴν ὁπλιτικήν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. διευθετώ κατάλληλα ή κάνω κάτι αρμονικό με κάτι άλλο,… … Dictionary of Greek