- συν-δυαστικός
συν-δυαστικός, ή, όν, zur Verbindung zweier Personen oder Sachen gehörig; ἄνϑρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν, Arist. eth. 8, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-δυαστικός, ή, όν, zur Verbindung zweier Personen oder Sachen gehörig; ἄνϑρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν, Arist. eth. 8, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.