- συαγών
συαγών, s. σιαγών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συαγών, s. σιαγών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συαγών — όνος, ἡ, Α (δ. γρφ.) βλ. σιαγόνα … Dictionary of Greek
σιαγόνα — η / σιαγών, όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. σεαγών και συαγών, και ιων. τ. σιηγών, Α καθένα από τα οστά τού προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και φέρουν τα δόντια, η γνάθος, το σαγόνι νεοελλ. 1. τεχνολ. τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που… … Dictionary of Greek