συν-είρω

συν-είρω

συν-είρω (s. εἴρω), zusammenknüpfen, anreihen; τοὺς σπίνους, Ar. Av. 1079; κύνας, Xen. Cyn. 6, 21; ᾠδαῖς τε καὶ ὀρχήσεσιν ἀλλήλους ξυνείροντας, Plat. Legg. II, 654 a; Folgende; ἀτάκτως συνείρων, Luc. Nigr. 8; συνείρωμεν τὸν λόγον, Plat. Polit. 267 a; auch ohne λόγον, eine zusammenhangende Rede halten, vgl. λόγους τούτους συνείρει σαφῶς καὶ ἀπνευστί, Dem. 18, 308; ἀτάκτως συνείρων, Luc. Nigr. 8, vgl. Somn. 8; auch zusammenhangend lesen, Pol. 10, 47, 9; mit u. ohne ὁδόν, zusammengehen; συνεῖρον ἀπιόντες, Xen. Cyn. 7, 5, 6; – ἀρχὰς ὑποτίϑεσϑαι, αἳ ἐπιπολὺ δύνανται συνείρειν, Arist. gen. anim. 2, 1, vielumfassende Principien.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… …   Dictionary of Greek

  • ἐπισυνείρει — ἐπί , σύν ἔρομαι ask pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐπί , σύν εἴρω 2 say pres ind mid 2nd sg (epic ionic) ἐπί , σύν εἰρέω say pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπί , σύν εἰρέω say imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἐπί συνείρω string together …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνείρω — ΝΜΑ 1. συνάπτω, συνδέω, συμπλέκω 2. (σχετικά με λόγους, ιδέες, φράσεις, επιχειρήματα) αραδιάζω κατά λογική σειρά, συνδυάζω λογικά αρχ. 1. αφηγούμαι κάτι διαδοχικά ή λεπτομερώς («τὰς ἑξῆς πράξεις συνείρει», Διόδ.) 2. παρενθέτω σε λόγο 3. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • ρητός — ή, ό / ῥητός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει λεχθεί 2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.) 3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”