- συν-εθέλω
συν-εθέλω (s. ἐϑέλω), mit, auch, dasselbe wollen, beistimmen; Plat. Ep. I, 309 a; Antiph. 3 β 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εθέλω (s. ἐϑέλω), mit, auch, dasselbe wollen, beistimmen; Plat. Ep. I, 309 a; Antiph. 3 β 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek