- συν-ελευστικός
συν-ελευστικός, ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ελευστικός, ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.