- συν-ελαφρίζω
συν-ελαφρίζω, mit erleichtern, erheben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ελαφρίζω, mit erleichtern, erheben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνελαφρίζειν — σύν ἐλαφρίζω make light pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνελαφρίζω — Α συντελώ στην ανακούφιση («συνελαφρίζειν τοὺς πόνους», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐλαφρίζω «καθιστώ ελαφρό, ανακουφίζω, παρηγορώ»] … Dictionary of Greek