- συν-εξ-άλλομαι
συν-εξ-άλλομαι (s. ἅλλομαι), mit, zugleich heraus-oder hervorspringen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εξ-άλλομαι (s. ἅλλομαι), mit, zugleich heraus-oder hervorspringen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνάλλομαι — Α 1. πηδώ μαζί με κάποιον 2. πηδώ με φόβο προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»] … Dictionary of Greek