- συν-εξ-άπτω
συν-εξ-άπτω, mit daran knüpfen, Plut. qu. nat. 1; – mit entzünden, def. or. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εξ-άπτω, mit daran knüpfen, Plut. qu. nat. 1; – mit entzünden, def. or. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συμμεταβῆναι — σύν , μετά ἅπτω fasten aor inf pass (ionic) σύν , μετά ἀβάω attain pres inf act σύν μεταβαίνω pass over aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεσάπη — συνεσά̱πη , σύν , εἰσ ἅπτω fasten aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) σύν , εἰσ ἅπτω fasten aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) σύν σήπω make rotten aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεσάπησαν — συνεσά̱πησαν , σύν , εἰσ ἅπτω fasten aor ind pass 3rd pl (doric aeolic) σύν , εἰσ ἅπτω fasten aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) σύν σήπω make rotten aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεσάπης — συγκατεσά̱πης , σύν , κατά , εἰσ ἅπτω fasten aor ind pass 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) σύν , κατά , εἰσ ἅπτω fasten aor ind pass 2nd sg (ionic) σύν κατασήπω cause aor ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσύναπτος — θεοσύναπτος, ον (AM) μσν. αυτός που συναρμολογήθηκε από τον θεό αρχ. αυτός που ενώθηκε με τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + συν άπτω] … Dictionary of Greek
υφάπτω — ὑφάπτω, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπάπτω Α [ἅπτω] νεοελλ. 1. (μόνον το μέσ.) υφάπτομαι (αμτβ.) έρχομαι σε επαφή με κάτι αποκάτω 2. (εύχρ. κυρίως η μτχ. θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η υφαπτομένη (ενν. γραμμή) μαθημ. η υποκάθετος μσν. αρχ. καίω, πυρπολώ κάτι… … Dictionary of Greek