συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Диаспорология — Раздел ботаники Диаспорология Объекты исследования … Википедия
συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… … Dictionary of Greek
συμβλής — ῆτος, ό, ἡ, Α (για τις Συμπληγάδες) αυτός που πέφτει επάνω στον άλλο, που συγκρούεται («ξυμβλῆτες πίπτουσιν... ἐπ ἀλλήλῃσιν ἰοῡσαι», Ορφ. Αργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βλής (βλής < θ. βλη τού βάλλω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ βλή θην), πρβλ. παρα βλής] … Dictionary of Greek
σύμβολος — ον, ΜΑ το αρσ. ως ουσ. ὁ σύμβολος σημάδι, οιωνός (α. «φασὶ γάρ... κατά τινα σύμβολον ἐκεῑ καταπαῡσαι τὸν πόλεμον», Μάρκ. Διάκ. β. «ἐνοδίους συμβόλους γαμψωνύχων οἰωνῶν», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός τον οποίο συναντά κανείς τυχαία («καὶ συμβόλοισιν οὐ… … Dictionary of Greek