συν-εμ-βολή

συν-εμ-βολή

συν-εμ-βολή, , gemeinschaftlicher Einfall; κώπης ῥοϑιάδος ξυνεμβολῇ ἔπαισαν ἅλμην, mit gemeinschaftlichem, regelmäßigem Einfalle, Einschlagen der Ruder, Aesch. Pers. 388; πρυμνησίων ξυνεμβολαῖς, Ag. 957, das Zusammenwerfen der Taue am Schiffshintertheile; die Lesart der codd. ist ξυνεμβόλοις, u. die Stelle wahrscheinlich verderbt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… …   Dictionary of Greek

  • Symbol — For other uses, see Symbol (disambiguation). Symbology redirects here. For other uses, see Symbology (disambiguation). A symbol is something which represents an idea, a physical entity or a process but is distinct from it. The purpose of a symbol …   Wikipedia

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • σπόντα — η, Ν 1. το εσωτερικό πλευρό τού σφαιριστηρίου, τού μπιλιάρδου 2. υπαινιγμός, συν. καυστικός 3. φρ. α) «καραμπόλα από σπόντα» καραμπόλα όχι με βολή απευθείας αλλά με γωνία που έχει ως κορυφή ένα σημείο τών πλευρών τού σφαιριστηρίου β) «από σπόντα» …   Dictionary of Greek

  • συμπυροβολισμός — ο, Ν ταυτόχρονη βολή πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυροβολισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ν. Κ. Γουλιμή] …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”