- συν-εξ-αλείφω
συν-εξ-αλείφω (s. ἀλείφω), mit, zugleich auswischen, auslöschen; Sp., z. B. Plut., τὴν τυραννίδα, Cat. min. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εξ-αλείφω (s. ἀλείφω), mit, zugleich auswischen, auslöschen; Sp., z. B. Plut., τὴν τυραννίδα, Cat. min. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναναλειφθέντες — σύν , ἀνά ἀλείφω anoint the skin with oil aor part pass masc nom/voc pl σύν , ἀνά λείπω leave aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχρίω — ΜΑ (ενεργ και μέσ.) αλείφω συγχρόνως ή αλείφω σε ολόκληρη την επιφάνεια αρχ. παθ. συγχρίομαι τρίβομαι, αλείφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρίω «τρίβω, αλείφω»] … Dictionary of Greek
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… … Dictionary of Greek
χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του … Dictionary of Greek
χυτλώ — όω, Α [χύτλον] 1. αλείφω με νερό και λάδι μετά το λουτρό («δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον, ἧος χυτλώσαιτο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν», Ομ. Οδ.) 2. πλένω, λούζω 3. (με αιτ.) ξεπλένω, καθαρίζω («ῥόον... ᾧ κε τόκοιο λύματα χυτλώσαιτο», Καλλ.) … Dictionary of Greek