- προς-αιτητής
προς-αιτητής, ὁ, = προςαίτης, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-αιτητής, ὁ, = προςαίτης, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιτητικός — ή, ό (Α αἰτητικός, ή, όν) απαιτητικός, επίμονος αρχ. φρ. «αἰτητικῶς ἔχω πρός τινα», τού ζητώ επίμονα κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από το αἰτητής* (< αἰτῶ) ή λόγω τής σημασίας του απευθείας από το ρ. αἰτῶ ή και το αἴτησις, πράγμα που … Dictionary of Greek